κεφαλοδέσμιον

κεφαλοδέσμιον
κεφαλοδέσμιον
head-band
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κεφαλοδέσμιον — κεφαλοδέσμιον, τὸ (ΑΜ) υποκορ. τού κεφαλόδεσμος μσν. το σύνολο τών εξαρτημάτων τής σαγής στο κεφάλι τού αλόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + δέσμιον (< δέσμιον), πρβλ. ζυγο δέσμιον, στηθο δέσμιον] …   Dictionary of Greek

  • κεφαλοδεσμίοις — κεφαλοδέσμιον head band neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλοδεσμίων — κεφαλοδέσμιον head band neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλοδεσμίῳ — κεφαλοδέσμιον head band neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλοδέσμια — κεφαλοδέσμιον head band neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής, το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) ανήκει ή αναφέρεται στο κεφάλι (κεφαλαλγής, κεφαλόδεσμος) β) μοιάζει με κεφάλι ή έχει το σχήμα κεφαλιού (κεφαλοτύρι) γ) είναι το ανώτατο σημείο, η κορυφή, ο αρχηγός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”